- ῥαπτάς
- ῥαπτά̱ς , ῥαπτόςstitchedfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ῥάπτας — ῥάπτᾱς , ῥάπτης one who stitches masc acc pl ῥάπτᾱς , ῥάπτης one who stitches masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραπτός — ή, ό / ῥαπτός, ή, όν, ΝΜΑ, και ραφτός, ή, ό, Ν [ῥάπτω/ ράβω] ραμμένος, ενωμένος με ραφή (α. «ραφτά παπούτσια» β. «περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κνημῑδας ῥαπτὰς δέδετο», Ομ. Οδ.)·)| αρχ. 1. (για υφάσματα) στολισμένος με πρόσθετα στολίδια με το βελονάκι 2 … Dictionary of Greek